απολοφύρομαι

απολοφύρομαι
ἀπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι]
1. θρηνολογώ μεγαλόφωνα
2. ολοκληρώνω, σταματώ τον θρήνο («νῡν δὲ ἀπολοφυράμενοι...» — και τώρα αφού κλάψατε, αφού μοιρολογήσατε όσο έπρεπε..., Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπολοφύρομαι — ἀπολοφύ̱ρομαι , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor subj mp 1st sg (epic) ἀπολοφύ̱ρομαι , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωλοφύρατο — ἀπολοφύρομαι bewail loudly plup ind mp 3rd pl (epic) ἀπωλοφύ̱ρατο , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor ind mp 3rd sg ἀπολοφύρομαι bewail loudly plup ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυραμένω — ἀπολοφῡραμένω , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἀπολοφῡραμένω , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυρομένας — ἀπολοφῡρομένᾱς , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp fem acc pl ἀπολοφῡρομένᾱς , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυρομένων — ἀπολοφῡρομένων , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp fem gen pl ἀπολοφῡρομένων , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυροίμην — ἀπολοφῠροίμην , ἀπολοφύρομαι bewail loudly fut opt mp 1st sg (attic epic doric) ἀπολοφῡροίμην , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres opt mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφυρόμενον — ἀπολοφῡρόμενον , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp masc acc sg ἀπολοφῡρόμενον , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφύρασθε — ἀπολοφύ̱ρασθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor imperat mp 2nd pl ἀπολοφύ̱ρασθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφύρεται — ἀπολοφύ̱ρεται , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor subj mp 3rd sg (epic) ἀπολοφύ̱ρεται , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολοφύρησθε — ἀπολοφύ̱ρησθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly aor subj mp 2nd pl ἀπολοφύ̱ρησθε , ἀπολοφύρομαι bewail loudly pres subj mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”